- αποξυρος
- ἀπόξυροςἀπό-ξυρος2(словно) срезанный, отвесный, крутой
(πέτραι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέτραι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόξυρος — ἀπόξυρος, ον (Α) απότομος, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + ξυρόν «ξυράφι, είδος μαχαιριού»] … Dictionary of Greek
ἀπόξυρος — cut sharp off masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόξυρον — ἀπόξυρος cut sharp off masc/fem acc sg ἀπόξυρος cut sharp off neut nom/voc/acc sg ἀπόξῡρον , ἀποξύρω get shaved aor imperat act 2nd sg ἀπόξῡρον , ἀποξύρω get shaved imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἀπόξῡρον , ἀποξύρω get shaved imperf ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόξυρα — ἀπόξυρος cut sharp off neut nom/voc/acc pl ἀπόξῡρα , ἀποξύρω get shaved aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόξυροι — ἀπόξυρος cut sharp off masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)